ᾀσμός
Look at other dictionaries:
ασμός — ἀσμός, ο (Α) [άδω] το άσμα … Dictionary of Greek
ᾀσμόν — ᾀσμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχνασμός — ἰσχνασμός, ὁ (Α) η ίσχνανση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχναίνω + κατάλ. ασμός (πρβλ. κραδ ασμός, μαρ ασμός)] … Dictionary of Greek
φυσιασμός — ὁ, Α ρουθούνισμα, ροχάλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιῶ + κατάλ. ασμός (< ρ. σε άζω), πρβλ. σπ ασμός] … Dictionary of Greek
δαξασμός — δαξασμός, ο (Α) ερεθισμός, τσούξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαξ + (επίθημα) –ασμός (πρβλ. δρασμός, σπασμός, μαρασμός)] … Dictionary of Greek
λιτρασμός — λιτρασμός, ὁ (Α) η ισορροπία που επιτυγχάνεται κατά το ζύγισμα, ισοσταθμία, ισορρόπηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιτρίζω, με επίδραση τών παραγώγων σε ασμός] … Dictionary of Greek
ουγκιασμός — οὐγκιασμός, ὁ (AM) η μέτρηση με την ουγγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐγκία + ασμός, πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. *ουγκιάζω] … Dictionary of Greek
πασχητιασμός — ὁ, Α σφοδρή επιθυμία για παρά φύσιν σαρκική μίξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πασχητιῶ + κατάλ. ασμός κατά τα παράγωγα τών ρημάτων σε άζω] … Dictionary of Greek
πλαδασμός — ὁ, Μ ύγρανση, σήψη, μούχλιασμα («πρὸς πλαδασμὸν καὶ σῆψιν ἀντίμαχοι», Ευστ. Πον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαδῶ + κατάλ. ασμός τών ρ. σε άζω] … Dictionary of Greek
σκιρτασμός — ο, ΝΜ σκίρτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιρτῶ, κατά τα ουσ. σε ασμός από ρ. σε άζω] … Dictionary of Greek
σταδιασμός — ο, ΝΜΑ, και σταδισμός Α νεοελλ. στον πληθ. οι σταδιασμοί ναυτ. πίνακες αποστάσεων σε μίλια από λιμάνι σε λιμάνι μσν. αρχ. γεωγραφικό και ναυτιλιακό σύγγραμμα με τις αποστάσεις μεταξύ τών λιμανιών αρχ. 1. η μέτρηση κατά στάδια 2. εικασία. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek